Το
φαινόμενο του Ευρίπου |
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ
ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ |
|||
Το τοπωνύμιο "Εύριπος" παραπέμπει στην
ορμητική φορά (εύ + ριπή) την οποία εμφανίζει στο σημείο αυτό, η
παλίρροια. Συναντάται δε και στη διεθνή βιβλιογραφία με την ονομασία
euripus για να περιγράψει κάθε φυσικό αλλά και τεχνητό πορθμό ή
στένωμα που παρουσιάζει ισχυρά παλιρροϊκά ρεύματα...
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Δείτε μέσω live stream την Παλαιά
Γέφυρα του Ευρίπου Χαρακτηριστικές
φωτογραφίες της πόλης μας
Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ Κατά την Ελληνική Επανάσταση, η Χαλκίδα που ήταν
έδρα του πασά, αποτελούσε με τα δύο φρούριά της (της Χαλκίδας και
του Καράμπαμπα) απόρθητη πόλη. Εν τούτοις στα τέλη Μαΐου και στις αρχές Ιουνίου
του 1821, η πόλη πολιορκήθηκε από τους Έλληνες χωρίς επιτυχία και
τον Ιούλιο ο Ομέρ Βρυώνης έφθασε στην περιοχή, κατά την πορεία του
προς τα Βρυσάκια, όπου όμως αποκρούστηκε και ηττήθηκε, από τους
Έλληνες που είχαν προλάβει να οργανώσουν στρατόπεδο, με επικεφαλής
τον Αγγελή Γοβγίνα. Στη μάχη αυτή διακρίθηκε ο Νικόλαος Κριεζώτης.
Μετά τον θάνατο του Αγγελή Γοβγιού, στην ενέδρα στα Δυό Βουνά,
αρχηγός στην Εύβοια γίνεται ο Ν. Κριεζώτης. Η επανάσταση συνεχίστηκε με αμφίρροπα
αποτελέσματα. Μεγάλη δοκιμασία ήταν οι εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα
στον Κριεζώτη και τον Διαμαντή Νικολάου, οπλαρχηγό του Ολύμπου, για
την αρχηγία στο νησί. Μετά από νίκες του εναντίον του Ομέρ Μπέη στο
Διακοφτί και στο Βατίτσι, ο Κριεζώτης πολιόρκησε την Κάρυστο. Όμως η
άφιξη του τουρκικού στόλου διέλυσε το ελληνικό στρατόπεδο με
αποτέλεσμα ο άμαχος πληθυσμός να καταδιωχτεί και να σφαγεί. Ο Κριεζώτης αναγκάστηκε τότε να αποσυρθεί στη
Σκόπελο. Τον Νοέμβριο του
1823 νέα πολιορκία της Χαλκίδας από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, με τη
βοήθεια Ψαριανών πλοίων, περιορίζει τους Τούρκους στο φρούριο αλλά
χωρίς αποτέλεσμα, όπως επίσης και η περισσότερο οργανωμένη
επιχείρηση για την απελευθέρωσή της τους πρώτους μήνες του 1823.
Έτσι
η Χαλκίδα αλλά και όλη η Εύβοια παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων
ακόμη και μετά την άφιξη του Καποδίστρια και μόνο μετά από συνθήκη
στις 25-3-1833 παρεδόθη στην Ελλάδα.
Στις 20-3-1833 μετά την αναχώρηση του
Ομέρ πασά από την Χαλκίδα για να μην παραστεί στην παράδοση, τον
αντικαθιστά ο χατζή ισμαήλ μπέης. Παρών κατά την
παράδοση και ο Άγγλος Ναύαρχος κυβερνήτης του δρόμωνα που μετέφερε
τους δύο άνδρες επισήμους στην Χαλκίδα ,οργισθείς μάλιστα για την
ολιγόλεπτη καθυστέρηση του Χατζή Ισμαήλ Μπέη, ο οποίος προσέφερε
τελικά τα κλειδιά του φρουρίου επί αργυρού δίσκου. Μετά την
απελευθέρωση από τους Τούρκους η Εύβοια ακολούθησε τις τύχες του
ελληνικού κράτους . Αναγνωρίστηκε ως ιδιαίτερη Νομαρχία με πρώτο
Νομάρχη της τον Γ. Αινιάν , ο οποίος ίδρυσε αμέσως στη Χαλκίδα
αλληλοδιδακτικό σχολείο και τυπογραφείο . Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε
στη Χαλκίδα η πρώτη εφημερίδα της Εύβοιας με τον τίτλο ' ΕΛΛΗΝ ' . Πολλά χρόνια μετά
την απελευθέρωση , η Χαλκίδα διατηρούσε τον ανατολίτικο χαρακτήρα
της περιόδου της Τουρκοκρατίας . Το 1885 όμως , όταν πρωθυπουργός
ήταν ο Χ. Τρικούπης και Δήμαρχος ο Ηρ. Γαζέπης , άρχισε η κατεδάφιση
του τείχους της Χαλκίδας και η κάλυψη της τάφρου με το υλικό της
κατεδάφισης . Έτσι η Χαλκίδα αρνήθηκε μια μακρόχρονη και
σημαντική περίοδο της ιστορίας της και έχασε τη δυνατότητα να
παραμείνει μια από τις πιο γραφικές πόλεις της σύγχρονης Ελλάδας . Μετά την απελευθέρωση της χώρας, άρχισε να
αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και το 1835 ήταν ένα από τα λιμάνια
με την μεγαλύτερη κίνηση και με ναυπηγείο μικρών σκαφών. Το 1856 στο
νηολόγιό της είχαν εγγραφεί 25 πλοία και ο πληθυσμός της από 10.000
το 1853 αυξήθηκε στις 15.500 το 1889.
Στους Βαλκανικούς πολέμους η Εύβοια
διακρίθηκε χάρη στη δράση του Συντάγματος Πεζικού Χαλκίδας . Πολύ
γνωστός είναι ο θρίαμβος του Ευβοέα ταγματάρχη Βελισσαρίου στη μάχη
στο Μπιζάνι. Λίγο αργότερα η Μεραρχία Χαλκίδας αποβιβάστηκε στην
απελευθερωμένη Σμύρνη , για να πάρει μέρος στη Μικρασιατική
εκστρατεία . Μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή του 1922 κατέπλευσαν στη Χαλκίδα πρόσφυγες
από την ελληνική Ανατολή. Οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν
μόνιμα στη Νέα Αρτάκη και τη Νέα Λάμψακο και σε προσφυγικούς
συνοικισμούς στη Χαλκίδα και στην Αμάρυνθο . Στη
διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου η Εύβοια βομβαρδίστηκε από
γερμανικά αεροπλάνα . Τον Απρίλιο του 1941 γερμανικός στρατός
εισήλθε στην ευβοϊκή πρωτεύουσα και η γερμανική διοίκηση
εγκαταστάθηκε στο 'Κόκκινο Σπίτι'. Στην
περίοδο της κατοχής σε όλη την Εύβοια είχαμε σημαντική δράση των
αντιστασιακών οργανώσεων και ιδιαίτερα στη Λαμπούσα , τη Στενή και
το Βατώντα. Στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε , έγιναν μεγάλες
αγριότητες σε όλο το νησί. Επιβεβαιώθηκε έτσι για άλλη μια φορά ,
ότι ένας εμφύλιος πόλεμος είναι τόσο χειρότερος από έναν εθνικό ,
όσο ένας εθνικός πόλεμος είναι χειρότερος από την ειρήνη . Η
ανάπτυξη της Εύβοιας μετά την απελευθέρωση υπήρξε συνεχής και
αξιόλογη , τόσο στον οικονομικό όσο και στον πνευματικό τομέα. Η Χαλκίδα διαθέτει
αρκετά αξιόλογα και σημαντικά αξιοθέατα. Στην είσοδό της υπάρχει η νέα εντυπωσιακή
Καλωδιακή (κρεμαστή) Γέφυρα ένα σύγχρονο τεχνολογικό επίτευγμα οποία
συμβάλλει στην ευκολότερη προσέγγιση της πόλης και στην αποφυγή της
κυκλοφοριακής συμφόρησης στο κέντρο της. Η Παλιά Κινητή
Γέφυρα χρησιμοποιείται από τους επισκέπτες ως σημείο παρατήρησης της
παλιρροιακής εναλλασσόμενης κίνησης των νερών του Ευβοϊκού. Στην
σημερινή της μορφή κατασκευάστηκε το 1962.Στην πόλη υπάρχουν επίσης
αρχαιολογικό και λαογραφικό μουσείο. Το Αρχαιολογικό Μουσείο περιλαμβάνει
ευρήματα από ανασκαφές που έχουν γίνει σε διάφορα σημεία της
Εύβοιας και κυρίως στην Ερέτρια. Το Λαογραφικό Μουσείο περιλαμβάνει
σπάνια αντικείμενα, όπλα, νομίσματα, παραδοσιακές ενδυμασίες, τον
τρόπο ζωής στην πόλη και την ύπαιθρο κ.ά. Στο Τουρκικό Τζαμί
στεγάζεται βυζαντινή συλλογή, κυρίως από βυζαντινά και μεταβυζαντινά
γλυπτά, ψηφιδωτά και κεραμικά, ενώ διάφορα έργα τέχνης εκτίθενται
στην Δημοτική Πινακοθήκη. Στο κέντρο της συνοικίας Κάστρο βρίσκεται η
Μεσαιωνική Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, Πρόκειται για
βυζαντινό ναό που ανοικοδόμησαν οι Βενετοί τον 14ο αιώνα. Είναι η
πολιούχος της πόλης και εορτάζεται κάθε χρόνο από τις 26 Ιουλίου ως
τις 2 Αυγούστου.
ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
|
Δημήτρης Μυταράς Ο Δημήτρης
Μυταράς γεννήθηκε στην Χαλκίδα το 1934
και έφυγε από την ζωή
στις 16 Φεβρουαρίου του 2017. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ με
δασκάλους τον Σπ. Παπαλουκά και τον Γ. Μόραλη. Με υποτροφία του ΙΚΥ
σπούδασε σκηνογραφία στο Παρίσι, με τους Λαμπίς και Ζ.Λ. Μπαρρώ,
καθώς και εσωτερική διακόσμηση στη Metiers d’ Art. Το1975
άρχισε να διδάσκει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και
πήρε μέρος
σε όλες τις σημαντικές Μπιενάλε. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από
χρωματική διαύγεια και έντονο εξπρεσιονισμό. Ο καλλιτέχνης
είχε πει ο ίδιος για την δουλειά του «Η δική μου ζωγραφική είναι
εξωστρεφής. Θέλει να επικοινωνήσει και να λέει πράγματα. Θέλει να
μεταδίδει ένα εικαστικό μήνυμα. Αυτό, κατ’ επέκταση είναι κομμάτι
της ψυχοσύνθεσής μου». Επίσης, για την
εμπειρία του στη Σχολή Καλών Τεχνών μεταξύ άλλων
είχε πει «… Το
μεγάλο πρόβλημα για ένα δάσκαλο είναι κατά τη γνώμη μου να εμπνεύσει
πίστη και ενθουσιασμό στου μαθητές του. Μετά έρχονται οι γνώσεις»
και «…Αισθάνομαι ζωντανό το χώρο μου και πιστεύω ότι έχω πολύ καλές
σχέσεις με τους σπουδαστές και τους συνεργάτες μου. Δίνω και παίρνω
απ’ αυτούς. Αν κάποτε όλα αυτά πάψουν να υφίστανται τότε θα
παραιτηθώ, ούτε η δόξα ούτε τα χρήματα της Σχολής με συγκινούν…».
ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Για να τα δείτε,
κάντε κλικ
εδώ |
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911) ήταν κορυφαίος
Έλληνας λογοτέχνης, επονομαζόμενος ο "Άγιος των ελληνικών
γραμμάτων". Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία
κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία και έχουν
αναγνωριστεί διεθνώς ως συγγραφικά αριστουργήματα. Ο ίδιος σε ένα
σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του: "Ἐγεννήθην
ἐν
Σκιάθω, τῇ
4 Μαρτίου 1851.
Ἐβγήκα
ἀπὸ
τὸ
Ἑλληνικὸν
Σχολεῖον
εἰς
τὰ
1863, ἀλλὰ
μόνον τῷ
1867 ἐστάλην
εἰς
τὸ
Γυμνάσιον Χαλκίδος,
ὅπου
ἤκουσα
τὴν
Α΄ καὶ
Β΄ τάξιν. Τὴν
Γ΄ ἐμαθήτευσα
εἰς
Πειραιᾶ,
εἴτα
διέκοψα τάς σπουδὰς
μοῦ
καὶ
ἔμεινα
εἰς
τὴν
πατρίδα. Κατὰ
Ἰούλιον
τοῦ
1872 ὑπήγα
εἰς
τὸ
Ἅγιον
Ὅρος
χάριν προσκυνήσεως,
ὅπου
ἔμεινα
ὀλίγους
μῆνας.
Τῷ
1873 ἤλθα
εἰς
Ἀθήνας
καί ἐφοίτησα
εἰς
τὴν
Δ΄ τοῦ
Βαρβακείου. Τῷ
1874 ἐνεγράφην
εἰς
τὴν
Φιλοσοφικὴν
Σχολήν, ὅπου
ἤκουα
κατ’ ἐκλογὴν
ὀλίγα
μαθήματα φιλολογικά, κατ’
ἰδίαν
δὲ
ἠσχολούμην
εἰς
τὰ
ξένας γλώσσας. Μικρὸς
ἐζωγράφιζα
Ἁγίους,
εἴτα
ἔγραφα
στίχους, καί
ἐδοκίμαζα
να συντάξω κωμῳδίας.
Τῷ
1868 ἐπεχείρησα
να γράψω μυθιστόρημα. Τῷ
1879 ἐδημοσιεύθη
"ἡ
Μετανάστασις"
ἔργον
μου εἰς
τὸ
περιοδικὸν
"Σωτήρα". Τῷ
1882 ἐδημοσιεύθη
"Οἱ
ἔμποροι
τῶν
Ἐθνῶν"
εἰς
τὸ
"Μὴ
χάνεσαι". Ἀργότερα
ἔγραψα
περὶ
τὰ
ἑκατὸν
διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς
διάφορα περιοδικὰ
καί ἐφημερίδας."
Ο βίος του Ο Παπαδιαμάντης
γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος
Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε
ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του Θεού
καί εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική
ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα ξωκκλήσια καί την ήσυχη ζωή του
νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή
ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του. Τα πρώτα γράμματα
τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού.
Φοίτησε ( με πολλές διακοπές λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο
Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά καί το τελείωσε στο Βαρβάκειο της
Αθήνας. Πάντα φτωχός άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με
παραδόσεις καί προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο
Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα,
όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό
του άξιο να φέρει το "αγγελικό σχήμα" επέστρεψε στην Αθήνα και
γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες
τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η
ανέχεια και η επισφαλής υγεία του, του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια.
Το ότι δεν πήρε το δίπλωμα του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος
τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τίς
τέσσερεις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες καί
του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, όπως
όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη
Σκιάθο. Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές καί σύντομα
αναγκάστηκε επιστρέψει στην Αθήνα. Η συγγραφική του
πορεία Από τη στιγμή που
γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί καί νά κάνει
μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και
πού λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως
ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα
ολιγαρκής καί λιτοδίαιτος. Η θέση του
καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον αλησμόνητο καί προοδευτικό
δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή
της εφημερίδα "Ακρόπολη". Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή
του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200
και 250 δραχμές το μήνα) και αρκετά από συνεργασίες του σε άλλες
εφημερίδες καί περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του
κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Γιατί είναι
σπάταλος, κακοδιοίκητος, άταχτος. Όταν πάρει το μισθό του, θα
πληρώσει τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (πού έτρωγε είκοσι
εφτά ολόκληρα χρόνια) θα δώσει το νοίκι, θα στείλει στη Σκίαθο, θα
μοιράσει στους φτωχούς, θα σπαταλήσει σαν άρχοντας μ' ανοιχτό χέρι,
χωρίς υπολογισμό, χωρίς σκέψη της αυριανής μέρας. Κι έτσι θα μείνει,
όπως πριν, απένταρος, στενοχωρημένος, χωρίς να μπορέσει να πάρει ένα
μαντίλι, ένα πουκάμισο, να κάνει μια φορεσιά ρούχα, πού τόσο είχε
ανάγκη. Κι αυτή η ιστορία γίνεται πάντα, τα παθήματα δεν του
γίνονται μαθήματα, να βάλει μια τάξη στη ζωή του. Εμεινε για πάντα
άτσαλος, αδέξιος, άψήφιστος, αδιάφορος. Δεν είναι άξιος να
περιποιηθεί τον εαυτό του, η αναμελιά του δεν έχει όρια, και
συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία καί νωθρότητα, με μια πλέρια
αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατά σε μια άξιολύπητη αθλιότητα.
Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, δεν νοιάζεται για τίποτα.
Ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια γιατί είναι λιτότατος καί
ασκητικός, σκορπάει τα λεπτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά έχει
χρήματα στην τσέπη του, "Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι
πλούσιος.." γράφει κάπου. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα
είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο
Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ",
ο διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του
Παπαδιαμάντη ήταν: "Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό."
Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων
το πιοτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή
υπερβολική κούραση του κατάστρεψαν την υγεία καί τον έφεραν πρόωρα
στο θάνατο. Μα και γενικά στη
ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν
έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον
εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, οπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης,
ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς τον Βλάση
Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον
βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την
αγάπη, που ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό έσωτερικό
του κόσμο και να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις
αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο
στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους
παλιούς θρύλους του πανέμορφου νησιού του. Αυτός ο περίεργος
και απόκοσμος τρόπος ζωής με την παράλληλη προσήλωσή του στην
Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση τον έκαναν να
ομοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλει στον Ι. Ναό Αγίου
Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης, στον ίδιο ναό έψαλε ως αριστερός ψάλτης ο
εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ενώ εφημέριος ήταν ο Άγιος παπα
Νικόλας Πλανάς. Τα τελευταία χρόνια Η ζωή του
Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό
και η ασυλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική
κατάσταση, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του. Οι φίλοι του,
Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας,
Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος κ.α, διοργάνωσαν μια
γιορτή στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908, για τα
λογοτεχνικά είκοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα
χρηματικό ποσό, προκειμένου να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο.
Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του, να
αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει
στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε ώστε να
εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το
νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη "της δουλοπαροικίας
και των πλουτοκρατών...", όπως ο ίδιος έγραψε. Στο νησί του,
εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης
Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα υστέρα από λίγο τα
χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο
πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην
ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία, αποζητώντας τη λύτρωση της
θρησκευτικής γαλήνης. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά
χρονικά, συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματατα πιο ώριμα και πιο
ολοκληρωμένα. Ο Παπαδιαμάντης
πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, υστέρα από επιδείνωση της υγείας του.
Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του
νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο.
Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι
άλλου. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης,
Πορφύρας κ.α.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν
τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη,
λίγο αργότερα άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους
έντεκα τόμους. Στα 1924 ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Απαντά του με
αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκε η γιορτή των
αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκίαθο, ενώ στίς εφημερίδες
Ελεύθερον Βήμα καί Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα
διηγήματα του. Το 1933, επισκέφτηκαν τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι
διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και
άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο
του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά
καί πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του.
Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του
ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του
έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία
γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε
ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, τα οποία να
ανταποκρίνονται σε μία αντικειμενική μελέτη του έργου του. |
Γιάννης Σκαρίμπας Γεννήθηκε το 1897
στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας. Ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία στην
Αθήνα, αλλά εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στη
λογοτεχνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Χαλκίδα όπου
εργάστηκε ως εκτελωνιστής. Άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε
εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και σε ένα διαγωνισμό που
διοργάνωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» κέρδισε το
πρώτο βραβείο για το διήγημά του «Ο Καπτάν Σουρμελής και ο
Στουραΐτης». Υπήρξε πολυγραφότατος και εκκεντρικός. Μέσα από τη
γραφή του καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα και τα πνευματικά ήθη της
εποχής του. Εγραψε διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια και θέατρο. Τα πιο
αντιπροσωπευτικά του έργα είναι: «Μαριάμπας», «Εαυτούληδες», «Το
σόλο του Φιγκαρό», «Το Βατερλώ δύο γελοίων», «Το θείο τραγί», «Το
1821 και η αλήθεια». Τα θεατρικά: «Η Γυναίκα του Καίσαρος», «Τα
καγκουρώ», «Η κυρία του τραίνου» κ.ά. Πέθανε στη Χαλκίδα το 1984. ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ
ΤΟΥ
Για να τα δείτε
κάντε κλικ
εδώ |
Νίκος Σκαλκώτας Γεννημένος στη
Χαλκίδα τον Μάρτιο του 1904, ο Σκαλκώτας είχε την τύχη η οικογένειά
του να αποτελείται από αυτοδίδακτους μουσικούς (ο πατέρας του Αλέκος
και ο θείος του Κώστας συμμετείχαν στην Αντώνειο Φιλαρμονική και
ήταν εκείνοι που του έδωσαν τα πρώτα μαθήματα). Από την Αθήνα,
όπου ως παιδί-θαύμα του βιολιού σπούδασε στο Ωδείο και αποφοίτησε με
βραβείο Συγγρού, βρέθηκε στα 17 του, με υποτροφία Αβέρωφ, στο
Βερολίνο, το μουσικό σταυροδρόμι της εποχής, και φοίτησε δίπλα στον
Φίλιπ Γιάρναχ, στον Αρνολντ Σένμπεργκ (ο οποίος και τον ξεχωρίζει
στους δέκα καλύτερους μαθητές του, στο σύγγραμμά του «Style and Ιdea»)
και αργότερα στον Κουρτ Βάιλ και στον Φερούτσιο Μπουζόνι. Εκεί άφησε
την καριέρα τού βιολονίστα και άρχισε να συνθέτει τα μεγάλα έργα του
(από τα πρώτα καταγραμμένα είναι και η ενορχήστρωση της «Κρητικής
γιορτής» του Δημήτρη Μητρόπουλου), ενώ στο μεταξύ έχει πάρει και
υποτροφία από τον Εμμανουήλ Μπενάκη. Την περίοδο
1929-30 θα πρέπει να τοποθετηθεί ο γάμος του με τη Ματθίλδη Τέμκο,
από την οποία αποκτά μια κόρη, την Αρτεμη. Το 1931
διακόπτεται η υποτροφία του και αρχίζουν τα οικονομικά προβλήματα.
Διακόπτει τα μαθήματα με τον Σάινμπεργκ. Σταματάει τη σύνθεση ενώ ο
χαρακτήρας του αλλάζει, γίνεται εσωστρεφής. Το Μάιο του 1933
εγκαταλείπει αιφνίδια το Βερολίνο και επιστρέφει στην Αθήνα,
αφήνοντας πίσω του τα πάντα, μαζί και όλη του τη μουσική. Τον ίδιο μήνα,
μπροστά στο φάσμα του ανερχόμενου Ναζισμού, εγκαταλείπει το Βερολίνο
και ο Σάινμπεργκ. Επιστρέφοντας
στην Αθήνα εμφανίζεται ως διευθυντής ορχήστρας, παρουσιάζοντας και
έργα δικά του. Δέχεται όμως κακές κριτικές. Αρχίζει να δουλεύει ως
βιολιστής στις ορχήστρες της Αθήνας (Κρατικής, Ραδιοφωνίας, Λυρικής
Σκηνής). Αντιμετωπίζει προβλήματα οικονομικά και υγείας. Ενώ με την
αγαπημένη του σύνθεση ασχολείται τις ελεύθερες ώρες του, ιδίως το
βράδυ. Σε ηλικία 36 ετών
συγγράφει την «Τεχνική της ενορχηστρώσεως». Σε ηλικία 42 ετών
παντρεύεται τη Μαρία Παγκαλή, ενώ μετά από ένα χρόνο γεννιέται ο
γιος του Αλέκος. Πεθαίνει σε
ηλικία 45 ετών, στις 19 Σεπτεμβρίου από περίσφιξη κήλης. Έχει
γράψει: έργα για σόλο πιάνο και δύο πιάνα, κονσέρτα για πιάνο και
δύο πιάνα, έργα για βιολί και πιάνο, έργα για βιολοντσέλο και πιάνο,
μουσική δωματίου με πιάνο, κονσέρτα συνοδεία πιάνου, αναγωγές από
ορχήστρα για πιάνο, τραγούδι με πιάνο, χορωδία με πιάνο, διάφορα
σόλο όργανα, μουσική δωματίου χωρίς πιάνο, ορχηστρικά έργα,
ορχήστρα-φωνές, χορωδία α΄καπέλλα, φωνές με άλλα όργανα. Η δύσκολη
κατάσταση οδηγούσε τον Σκαλκώτα να επινοήσει κάτι τελείως καινούριο,
τελείως δικό του. Η αποστολή τούτη δεν έμοιαζε εύκολη. Ετσι, στα
χρόνια της τετραετίας 1927-1931 που μαθήτευε δίπλα στον Schonberg,
μ' όλο το σεβασμό, αναπτύχθηκε μέσα του μια αμφιβολία, ιδίως για την
αρμονική υπόσταση του δωδεκάφθογγου συστήματος. Η αμφιβολία
επιτάθηκε στην επόμενη, «κενή» τετραετία (1931-35) αναμονής και
εξερεύνησης, παίρνοντας σαφώς τις διαστάσεις μιας μεγάλης κι
αγεφύρωτης εσωτερικής κρίσης. Η υπερνίκηση της κρίσης έγινε
βαθμιαία. Οταν, στα μέσα του 1935, έστηνε το καινούριο σύστημά του,
με πολύ ενθουσιασμό και χαρά, διατηρούσε ακόμη αρκετές αμφιβολίες
για την αποτελεσματικότητά του ιδίως στην αρμονική του: θα χρειαστεί
να περάσει άλλη μια -τρίτη- τετραετία (1935-39) για να στερεωθεί
πλήρως το νέο σύστημα και να καρποφορήσει πέρα για πέρα. Η μεγάλη
ανακάλυψη του Νίκου Σκαλκώτα είναι, λοιπόν, η αποτελεσματική (συχνά
«μαγική», χρήση της «ευφωνίας». Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Κάθε τυχαίο διάφωνο διάστημα δεν είναι κατάλληλο για «ευφωνική»
χρήση: η επιλογή πρέπει να γίνει σωστά και απαιτητικά, πράγμα
συνήθως δυσκολότατο, που όμως διευκολύνεται από την ασυνήθιστη
εσωτερική ακοή και ηχητική φαντασία του Σκαλκώτα. Δεν είναι μόνο η
χρήση δημοτικών στοιχείων, κατά αναγνωρίσιμο τρόπο, που στηρίζει την
ελληνικότητα του Νίκου Σκαλκώτα. Είναι μια πιο γενικευμένη, διάχυτη
«ροή», μέσα σ' όλο του το έργο, ιδίως το ατονικό (δωδεκάφθογγο ή μη
δωδεκάφθογγο), όσο κι αν τούτο μοιάζει παράξενο, που τον συνδέει με
στοιχεία του Νότου της Ευρώπης, της Μεσογείου, των Βαλκανίων, της
Ελλάδας φυσικά, και ακόμη της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Τα στοιχεία τούτα
είναι, πρώτιστα, μια ολόθερμη, διαχυτική σχεδόν αγάπη για τον ήχο
αυτόν καθ' εαυτόν, καλώντας τον ακροατή και τον μελετητή του έργου
του ν' απολαύσει, ελεύθερα, άνετα κι αισθησιακά, την ομορφιά και την
πληρότητα του ηχητικού φαινομένου. Είναι ακόμη η ευφωνία των
ηχητικών συνδυασμών (π.χ. συγχορδιών). Και τα δύο αυτά στοιχεία
ενέχουν μια προσέγγιση περιβαλλοντική στον γύρω μας φυσικό κόσμο,
ζωικό, φυτικό, υδρολογικό, ανεμολογικό, μετεωρολογικό κ.ά. Παρέχουν
δηλαδή μιαν υλική υπόσταση στο ηχητικό φαινόμενο, στο άλλο άκρο από
την αφηρημένη προσέγγιση του Βορρά, όπως τόνισαν πολλές ξένες
κριτικές: «Αγάπη του Νότου που τραγουδά, σ' αντίθεση με την αφαίρεση
του Βορρά», έγραψαν. Και ναι μεν κι η «αφηρημένη» πλευρά συνυπάρχει
στο έργο του Σκαλκώτα (π.χ. «μαθηματικοποίηση» προς πολλές
κατευθύνσεις, τόσο βασική, ή χρήση πολυσύνθετων μορφικών σχημάτων,
κ.λπ.), αλλά ποτέ δεν ξεχνιέται η υλική, αισθησιακή υπόσταση των
ηχητικών στοιχείων, πάνω στα οποία στηρίζεται κι η μαγεία του. Μια τελείως άλλη
πλευρά της «ελληνικότητας» του Νίκου Σκαλκώτα αφορά τις πιο γενικές
αξίες που χαρακτηρίζουν, εδώ και πολλές (ίσως εννέα) χιλιετίες, την
τέχνη που προέκυψε σ' αυτόν τον τόπο με γνωστότερα στοιχεία: μέτρο,
σωστές αναλογίες, ενάργεια περιγραμμάτων, συγκράτηση, αποφυγή του
ανεξέλεγκτα γιγαντιαίου, αίσθηση του συνόλου βασισμένη στην ανάλυση
της λεπτομέρειας, κομψότητα στη διατύπωση του ουσιώδους, και τόσα
άλλα θαυμαστά γνωρίσματα, «ειδοποιούς διαφορές» αυτού που αποκαλούμε
«κλασικισμό». Από την άλλη
μεριά, μια διαφορετική κατηγορία από «αρετές» που απορρέουν από το
είδος του περιβάλλοντος που αναπνέουμε στον ευλογημένο από τη φύση
αυτόν τόπο: το φως του, τον ήλιο του, την πολυχρωμία του, τον αγνό
αέρα του -έστω κι ανεμώδη ή θυελλώδη- τους κοφτερούς, άγριους
βράχους του, τα πανταχού παρόντα βουνά του, τις μαγευτικές θάλασσες
(που, κατά τους ειδικούς, περιέχουν «τα ωραιότερα χρώματα έμβιων
όντων» από κάθε άλλη περιοχή του πλανήτη), τις ασύγκριτες παραλίες,
τις 8.000 θαυμαστές σπηλιές, τα 8.000 είδη αγριολούλουδα και τόσες
άλλες φυσικές μοναδικότητες του τόπου τούτου. Τις μοναδικότητες
αυτές τις εισπνέουμε, διαποτίζουν όλες τις αισθήσεις μας, μας
αγκαλιάζουν και μας αιχμαλωτίζουν, μαγεύουν το πνεύμα μας, τη
συνείδησή μας, τη συμπεριφορά μας, όμοια σ' όλες τις χιλιετίες. Από
την αρχή της Νεολιθικής εποχής, όλα αυτά ελάχιστα άλλαξαν στο
ελληνικό περιβάλλον. Εγιναν, έτσι, τόσο αυτονόητα, που ξεχνούμε την
παρουσία τους. Κι όμως διαποτίζουν το έργο κάθε γνήσιου Ελληνα: από
τον Θεόφιλο ή τον Παναγιώτη Ζωγράφο, ώς τον δημιουργό ενός
μεταβυζαντινού ξωκλησιού, ενός νησιώτικου χωριού, ώς τα ακόμη πιο
υψιπετή Ζαγοροχώρια (ή χωριά του Πηλίου, της Δ. Μακεδονίας, κ.λπ.),
όπου η μαγική ένωση ανθρώπινου δημιουργήματος με τη γύρω υπερβατική
φύση, κάθε τι που βγαίνει από το χέρι ενός γνήσιου λαϊκού τεχνίτη -
αρχιτεκτόνημα, τεχνικό έργο, ζωγραφιά, δημοτικό τραγούδι, δημοτικός
χορός, ανάγλυφα, γλυπτά, φορεσιές, κεντήματα, κεραμικά, έπιπλα,
ακόμη κι αυλές, πλακόστρωτα, κήποι, λιμανάκια, δρομάκια, αλλά και
μεγαλύτερα «λαϊκά πολεοδομικά σύνολα»- αποπνέουν τον ίδιο αέρα, το
ίδιο φως, τον ίδιο ζωοποιό ήλιο, στην ελληνικότατη διατύπωσή τους. Την αίσθηση τούτη
την είχε, μύχια αλλά σθεναρά, πέρα για πέρα ο Νίκος Σκαλκώτας, την
αίσθηση της προέλευσης από τον μαγικό τούτο τόπο, μ' όλες τις
υπερβατικότητες μέσα στα πλαίσια του κλασικού, που τροφοδότησε τόσα
εκπληκτικά ανθρώπινα δημιουργήματα εδώ, επί εννιά χιλιετίες, σ'
αντίθεση με μία μόνον χιλιετία της Δυτικής Ευρώπης, που τόσο τη
θαυμάζουμε (δίκαια βέβαια) και πάμε να τη μιμηθούμε (αδέξια κι
άδικα, εις βάρος της κορυφαίας και τόσο μονιμότερης ελληνικότητάς
μας). Ο Σκαλκώτας
παραμένει γνήσιο τέκνο της πνευματικής Ελλάδας, όχι μόνο μέσω της
δημοτικής μουσικής της, που τόσο τη λάτρευε, αλλά και σαν έκφραση
ενός μοναδικού πνευματικού και πολιτισμικού κόσμου σε μια μικρή μεν,
αλλά περιβαλλοντικά θαυματουργή περιοχή του πλανήτη. |